Άτιτλο
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |Καλύτερες Τέχνες

Το παρακάτω κείμενο συν-έγραψα με την Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν κάποια κρύα νύχτα του Ιούνη. Συνεπώς, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, πράγματα και παπαγάλους βαρύνουν κατά 50% την ίδια. Το κείμενο έχει τίτλο: Άτιτλο. Ευχαριστώ.

Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν ανακάτεψε την τράπουλα ταρό με τα ροζιασμένα της χέρια κι έριξε μια άγρια ματιά στον παπαγάλο που κουτσουλούσε με αναίδεια το μαξιλάρι της. Το γλυκό φως του πρωινού έλουζε το καραβάνι και οι κόνδορες στην πλαγιά του αμμόλοφου τίναξαν τα φτερά τους.
Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν τράβηξε το πρώτο χαρτί.

Ξαφνικά, έξω από την τρύπα που κάποιος μεγαλόθυμος θα ονόμαζε «σπίτι» της, ακούστηκε ένας κρότος.
Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν πετάχτηκε έξω, λίγο έντρομη, λίγο ερεθιΖμένη, κρατώντας σφιχτά στο δεξί της χέρι την κάρτα ταρό που δεν πρόλαβε να αναποδογυρίσει.
Έμπλεη τρόμου, η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν αντικρύζει στην εξώπορτά της το σύνολο όλων των φόβων της. Το χαρτί γλυστρά από το χέρι της και πέφτει κάτω διαγράφοντας μια σπείρα. Κοιτάζει πρώτα τον άντρα απέναντί της, και μετά το χαρτί κάτω.

«Χέι!» της λέει ο Μαντ Μαξ φον Σίντοφ χαμογελώντας στραβά. «Αρ γιου Πεπίτα-Ρίτα Μορένο Μεντόζα Χερέρα;».
Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν βάζει το χέρι της αντήλιο και προσπαθεί να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του άντρα, αλλά μάταια.
«Θι» του απαντάει ξεψυχισμένα.
Ο άντρας σκύβει με αργές κινήσεις και σηκώνει το πεσμένο χαρτί, ενώ ακούγεται ο ίδιος παράξενος κρότος από τις κλειδώσεις του.
«Αϊ θινκ δις ιζ γιορς…» της λέει και τινάζει τους κόκκους άμμου από την παλιοκαιρισμένη κάρτα ταρό.

Κρίση. Ή ορισμένοι μύστες την εκλαμβάνουν ως Ανάσταση. Οι κόρες των ματιών της Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν μεγάλωσαν τόσο πολύ, που αγκάλιασαν το γνωστό σύμπαν και όλες τις πιθανές εκδοχές του με το που είδε την κάρτα.
Ήταν προφανές πως ο Μαντ Μαξ φον Σίντοφ δεν ήταν αυτός που έλεγε πως ήταν, αλλά ήταν η Νέμεσις της Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ρίο Κοραθόν, ο Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ αυτοπροσώπως. Ο άντρας που τόσο είχε αδικήσει όταν ήταν παιδούλα, ο άντρας με το μικρό πέος και την τεράστια καρδιά.
Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν, προσπάθησε να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις του άντρα.

«Κθέρεις να μιλάθ ελληνικά;» τον ρώτησε με πονηρό χαμόγελο και από τα μολυβένια της μάτια πέταξαν δέκα μπάιτς αστραπής.
Ο Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ, που κυκλοφορούσε τα τελευταία πενήντα χρόνια με το όνομα Μαντ Μαξ φον Σίντοφ, έξυσε το κρανίο του αμήχανα.
«Νε, μιλάο. Εζί ποζ το γκζέριζ όμοζ;» απόρησε. «Ίζε ζίγουρα η Πεπίτα-Ρίτα Μορένο Μεντόζα Χερέρα από τη Χουέλβα;»
Χωρίς να απαντήσει, η γριά τσιγγάνα άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε απαλά τον αγκώνα. Ένας κρότος ακούστηκε, διαφορετικός από τον προηγούμενο, κάτι σαν φλαπ.
«Κόπιασε μέθα θτο φτωχικό μου να θου φτιάκθω ένα τθάι. Ή δεν πίνεις τθάι;» του είπε.
Από την απάντηση του άντρα κρεμόταν η ζωή της. Ή και ο θάνατος της ζωής της.

«Νε!» αναφώνησε ο Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ, που κυκλοφορούσε τα τελευταία πενήντα χρόνια με το όνομα Μαντ Μαξ φον Σίντοφ.
Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν τράβηξε προς το μοναδικό έπιπλο της καλύβας της, ένα τεράστιο κομοδίνο μεγαλύτερο από την καλύβα της, ένα κομοδίνο που έκανε πολλούς μαθηματικούς με ειδίκευση στην τοπολογία να τραβάνε τις κωλότριχές τους μέχρι του μήκους των 5 μέτρων και 42 εκατοστών, τάχα μου τάχα μου να πάρει το γκαζάκι με το μπρίκι και το τσάι για την παρασκευή, αν και ήταν τετάρτη, κακά τα ψέματα.
Αυτό όμως που επεδίωκε, ήταν να πάρει ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι, δώρο του γουίλυ, του μαύρου θερμαστή από το τζιμπουτί. Η κάρτα ταρό της κρίσης κινούσε πλέον τα νήματα του αργαλειού σ’αυτό το περίπλοκο παιχνίδι που παιζόταν ερήμην της Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν.

Ο άντρας στεκόταν ακόμα μπροστά στην πόρτα της καλύβας και παρατηρούσε υπνωτισμένος τις κινήσεις της. Στηριζόνταν πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο και οι κρότοι των κλειδώσεών του έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα: πλαφ, μπαμ, σκρατς, χλαπ, γλιτς, τοκ.
Το παλιό τραύμα στο δεξί του αμελέτητο ξύπνησε πάλι και έστειλε ανατριχιαστικά σήματα σε όλη την περιοχή της λεκάνης, μα ο Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ τα αγνόησε και ετοιμάστηκε να μπει στην καλύβα της Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν με το αριστερό.
Ένας βόμβος, ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης και η μυρωδιά από καμμένο λάστιχο εισέβαλε βίαια στην ρινοακουστική του χλωρίδα.
Το αριστερό πόδι του Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ έμεινε μετέωρο.

«ΠΟΥΤ ΔΕ ΚΟΤ ΝΤΑΟΥΝ ΣΛΟΟΥΛΥ» έκρωξε ο σερίφης της κωμόπολης Βαρδέιρα Σολ Κουέρος Ντε Γιάσου, Τζονυ Χολμς Βάισμιλλερ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να επιβληθεί δίχως μεγάλη επιτυχία όμως λόγω των ασυναρτησιών που έλεγε και που δεν ήταν υπεύθυνος αυτός (να τα λέμε αυτά) αλλά το ξύλο που έτρωγε μικρός από την μητριά του, Μαρία Πουρία δον Λες Χόσετον. Τραγική ιστορία.
Η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν δεν είχε πάρει πρέφα, μπιρίμπα, πόκερ και μπλάκτζακ από τα έξω διαδραματιζούμενα καθώς το θολό μυαλό της πάλευε με το χέρι της για το μαχαίρι. Το κομοδίνο πάλι, παρακολουθούσε το σκηνικό αμέτοχο, καθώς σιγά και μην το ένοιαζε το βρωμοέπιπλο σιχτίρ.
«Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ! Στάσου!» είπε ο Τζονυ Χολμς Βάισμιλλερ. «Πού είναι η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν; Κινδυνεύει η ζωή σου!», συνέχισε.
Τα πουλιά στην πλαγιά του διάσημου αμμόλοφου της Βαρδέιρα Σολ Κουέρος Ντε Γιάσου, έφτιαξαν έναν παράξενο σχηματισμό.

Ο Τζονυ Χολμς Βάισμιλλερ, που ήταν το κωδικό όνομα –ειδικά για την κομητεία της Βαρδέιρα Σολ Κουέρος Ντε Γιάσου- του Τσακ Νόρις το γένος Φίλιπ Νόρις, έτριξε τα δόντια του απειλητικά και έφτυσε την προσταγή του στον μαρμαρωμένο άντρα κραδαίνοντας απειλητικά τη σφεντόνα του:
«Κάνε γρήγορα τρία βήματα πίσω και δύο σε πλαγιοδρομία και απάντησέ μου: Τι την έκανες;»
Ο παπαγάλος, που άκουγε στο όνομα παπα-γάλλος, φτεροκόπησε άτσαλα, προσγειώθηκε στον κυρτό ώμο της Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν, το μαχαίρι αναπήδησε στο συρτάρι του κομοδίνου, διέγραψε μία αλλόκοτη καμπύλη στον ηλεκτριΖμένο αέρα και καρφώθηκε………………

…………….. στον κώλο της. Ένα επιπόλαιο τραύμα, ικανό όμως να την οδηγήσει σε έναν απίστευτο οργασμό, σε μια έκρηξη ηδονής που ο μαζοχιστικός χαρακτήρας της Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν εγκόλπωσε με ανυπομονησία.
Με γρήγορες, βίαιες κινήσεις γδύθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα, ξάπλωσε στο πάτωμα της βρώμικης καλύβας αδιαφορώντας για το ότι συνέβαινε έξω ή μακριά ή κάποτε και άρχισε ένα από τα γνώριμα τελετουργικά από τα οποία είχε αφεθεί πολλές φορές στο παρελθόν.
Με το δεξί της χέρι πίεζε το μαχαίρι στο γλουτό της και με το αριστερό έτριβε την κλειτορίδα της με απίστευτη σφοδρότητα, με ένα μένος τεράστιο, οδηγώντας την σε έναν δεύτερο οργασμό και μετά σε έναν τρίτο και σε έναν τέταρτο.
Από ένα σημείο και μετά έχυνε και ο χρόνος έχασε κάθε σημασία ή υπόσταση, ή για την ακρίβεια στάθηκε και ο ίδιος παράμερα να ερεθίζεται βλέποντας την Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν να ταλαντώνεται μεταξύ καύλας και πόνου.
Ο χρόνος αφαιρέθηκε τόσο πολύ, ώστε δεν κατάλαβε πότε ο Τζονυ Χολμς Βάισμιλλερ κοιτούσε τη δεξιά ρόγα και ο Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ την αριστερή, ή πότε οι δυο τους μπήκαν μέσα στην καλύβα.

«Ώστε είναι αλήθεια…» είπε ξεψυχισμένα ο Ζαν Κλωντ βαν Μπρίο Περκουέζ «…ΕΙΝΑΙ η Τσικίτα Ντολόρες ντελ Ριο Κοραθόν…» Πλησίασε πιο κοντά στο σφαδάζον κορμί της και πρόσθεσε: «Αυτή την κλειτορίδα θα τη γνώριζα από χιλιόμετρα.»
Ο Τζονυ Χολμς Βάισμιλλερ άπλωσε το δάχτυλό του στη μικρή λιμνούλα αίματος από το τραύμα, το έβαλε στο στόμα του και πλατάγισε τη γλώσσα του ηδονικά.
«Κι εγώ αυτή τη γεύση» μούγκρισε.
Η κάρτα της Κρίσης γουργούρισε πάνω στο κομοδίνο και είπε στον αφηρημένο χρόνο: «Είσαι για ένα πιάτο πατάτες τηγανιτές με αυγά;»
«Μόνο αν συνοδεύεται από μπύρα» της απάντησε ο χρόνος, ξυπνώντας απότομα από το λήθαργό του.


2 απαντήσεις στο “Άτιτλο”

  1. xilaren

    γιουχου! ελεγα πως εξαφανίστηκες για πάντα! καλή χρονιά. πάω να διαβάσω το κείμενο τώρα

  2. Mersault

    Όχι ρε, δεν εξαφανίστηκα, να, έπλενα τα πιάτα και τράβηξε πολύ.