Τσιχλοποιμαντικά και άλλες αηδίες
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |Kαζαουμπονοειδή

Πριν από ένα χρόνο ακριβώς, άρχισα τις τσίχλες.
Όχι αυτές με τα αντιοξειδωτικά και τις χρωστικές και τα διάφορα «Ε» που κανείς δεν ξέρει τι σκατά μασάμε προκειμένου να έχουμε δροσερή αναπνοή και αρχή καρκινικών όγκων.
Τις άλλες, Αυτές για τις οποίες γράφει ο Λένος Χρηστίδης στα «χαστουκόψαρα» :

» … Το μυαλό του ανθρώπου είναι σαν τη τσίχλα. Κολλάει. …» «… Μού ’λεγε λοιπόν αυτή, η ψυχίατρος φίλη, ότι το μυαλό του ανθρώπου κολλάει. Εκεί που κάθεσαι, στα καλά του καθουμένου, κολλάει. Με ό,τι νά’ναι. Με όλα. …» «… Ρωτάω. Πρέζα, ουίσκι, τηλεόραση, βυζιά, εξουσία, προαγωγή, σοκολάτες. Όλοι έχουν το κόλλημά τους. Κι εγώ. Κι ο Σώτος. Και όλοι. …».

Πριν από έξι μήνες, έφτυσα τη τσίχλα.
Ταυτόχρονα εποικοδομητικό ως γεγονός (διότι θα μπορέσω να περιγράψω ακριβέστερα λόγω της χρονικής απόστασης τις φούσκες) αλλά και τρομακτικό (διότι δε σου κρύβω αγαπητέ λευτεράκη και λοιποί σύντροφοι και συντρόφισσες καταναλωτές ότι στα θέματα της αυτεπίγνωσης δεν πιάνω ούτε τη βάση και ομολογώ ότι παρ” όλο που την μασάω αγνοώ την ιδιοσυστασία της νέας μου τσίχλας – υπάρχει όμως: αυτό το ψυχανεμίζομαι).

Η περσινή τσίχλα λοιπόν, είχε να κάνει με την ιδεοληψία της εξακρίβωσης καθώς και της εξάντλησης.
Προσπαθούσα να δικαιολογήσω στον εαυτό μου γεγονότα, τα οποία θα μου πρόδιδαν αμέσως και δίχως περιστροφές οι χείμαρροι που είχα εξαιρέσει εντός, σφαλίζοντας τη συναισθηματική βάνα.
Θυμώνω τώρα που το ξανασκέφτομαι αλλά μιας κι άρχισα το παιχνίδι της απενοχοποίησης, αποδέχομαι μια χαρά το συναίσθημα κάνοντας λαμπόγυαλο το καθιστικό μου και πετώντας διάφορα αντικείμενα – κειμήλια – αναμνηστικά στους περαστικούς από το μπαλκόνι.
Πάντα με μουσική υπόκρουση sonics και cramps.

Ναι. Προσπαθούσα να δικαιολογήσω. Μαλακία.

Λευτεράκη μου βγαίνει αυθόρμητα αυτό το εμετικό – νουθετικό γι’άλλη μια φορά, άσε που επαναλαμβάνομαι – στο είχα ξαναγράψει στο » Tο γάλα, τ’αυγά, το ψωμί και το μέλι, αν μπω στην κατάψυξη θα βρω ένα αστέρι » – αλλά σε κάθε περίπτωση να προσπαθείς να νοιώθεις αυτό που σου συμβαίνει, να μην μπαίνεις στη διαδικασία του να ερμηνεύσεις τα προφανή, νοιώσε, νοιώσε, νοιώσε αυτό που σε κυριεύει, μην μπεις στη θέση της άλλης (ή τουλάχιστον μην το παρακάνεις), μη χάνεσαι στις άπειρες δυνατές διαστάσεις των ερμηνειών των προθέσεων της άλλης, απλά νοιώσε.
Δε θέλω να σε φοβερίσω, αλλά λυπάμαι που έχασα ένα εξάμηνο εγκεφαλικής παράκρουσης και δε θέλω να περάσεις τα ίδια. Ναι ρε λευτεράκη, δε σου κάνω δασκαλίστικες υποδείξεις, σα φίλος σου μιλάω.

Που είχε (και έχει) μεγάλη ανάγκη για συντροφικότητα, που ως υποκατάστατα στο γαμήσι προτιμά τις μουσικές και το πληκτρολόγιο τον τελευταίο καιρό, όσο χρονικά δηλαδή θα απαιτηθεί για να βιώσει την οργή ώστε επιτέλους να φύγει από μέσα του.

Να με ακούσεις λευτεράκη, αλλιώς θα γίνεις κεφάλαιο σε βιβλίο του γιάλομ αφιερωμένο στην «ενδοπροσωπική απομόνωση» ή στη χειρότερη ήρωας του γεωργελέ στη συνέχεια του ροκ μυθιστορήματος: Μην το πάρεις σαν απειλή αυτό. Στο υπόσχομαι.

Κατάλαβες.

Βάζω να παίζει στο τέρμα το «Good taste» από The Cramps – κανένα υπονοούμενο αναφορικά με γεύση τσίχλας εδώ.
Εσείς: Μαντεύετε τι πρόκειται να γίνει.
Εγώ: Μπαινοβγαίνω μπαλκόνι – καθιστικό.


3 απαντήσεις στο “Τσιχλοποιμαντικά και άλλες αηδίες”

  1. midnite

    δεν ξέρω αλλά δεν με πείθεις. ίσως γιατί εσύ προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν τον πείθεις κι ότι δεν ξέρεις αν είσαι όλα αυτά που νομίζεις πως θα ήθελες να είσαι.προτιμώ την ισοπέδωση της απλοικότητας από την φιλτραρισμένη μέσα από χιλιάδες στρώματα – αντιφατικά – πόζα, έστω και αντεστραμμένη. ξεκίνα απο τα βασικά : αφού αποζητάς την συντροφικότητα γιατί δεν την βρίσκεις. όποιος ψάχνει βρίσκει, έτσι δεν λένε;

  2. Mersault

    … αλλά απ’ότι φαίνεται ούτε και θε μπροθτά, ε;;;

    Η απάντησή σου έρχεται μετά από 6 μήνες από την παρούσα καταχώρηση.
    Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει από τότε: Εκεί συνίσταται και η αδυναμία μου να σου απαντήσω.

  3. midnite

    …και η ανάγνωση μου έρχεται μόλις ένα σχεδόν μήνα μετά!ετεροχρονισμένο το σχόλιο μου, ίσως λίγο κοφτερό, μάλλον δεν χρήζει απαντήσεως. ακολουθώ την πεπατημένη και αυτοκρίνομαι, στο τέλος της ημέρας, μάλλον όλοι τα ίδια ψάχνουμε.
    αμφιθυμώ όμως και σε παρακαλώ: Πείσε με, ότι δεν λουφάζεις στην αυταρέσκεια της κρίσης σου. ότι αξίζει να χάνει κάποιος τον χρόνο του, στο ημερολόγιο ενός αγνώστου μη έχοντας τίποτα να περιμένει από αυτόν…
    τέσπα , τι θέλω κι ανακατεύομαι πάλι, άκυρο.