Ο άνθρωπος που έχασε τη σκιά του.
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |Καλύτερες Τέχνες, Ό,τι θυμάμαι χαίρομαι, Φως διαλυμένου φεγγαριού

Η μουσική στην αίθουσα αναμονής της ιδιωτικής ψυχιατρικής κλινικής στην οποία περίμενε ο Πέτρος, ήταν πολύ πιο ήρεμη από αυτή που άκουγε στον οφθαλμίατρο όταν πάλι περίμενε την σειρά του χθες το απόγευμα. Ρυάκια να κυλάνε, καμουφλαρισμένη ηδονή με άρπες που θύμιζαν καλοκαίρι, new age αηδίες που του έφερναν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό για το οποίο υποτίθεται λειτουργούσαν. Βέβαια, δεν χρειαζόταν τη μουσική για να εκνευριστεί• ήδη ο Πέτρος ήταν εν εξάρσει εδώ και τρεις ημέρες με αποκορύφωμα την χθεσινή, όταν ο οφθαλμίατρος κύριος Μάζαρης τον διαβεβαίωσε ότι η όρασή του ήταν 20/20. Απαράδεκτο! Θα προτιμούσε να είχε ωχρά κηλίδα, καταρράκτη, γλαύκωμα, κάτι, οτιδήποτε παρά να περιμένει στο …
«Ο κύριος Πάνου;» Η γραμματέας διέκοψε τις σκέψεις του Πέτρου, ο οποίος πλησίασε με διστακτικά βήματα την ρεσεψιόν. «Η ιατρός σας περιμένει, ανεβείτε παρακαλώ στον πρώτο όροφο, βρίσκεται στην δεύτερη πόρτα αριστερά». Της χαμογέλασε αμήχανα και κατευθύνθηκε στο ασανσέρ. Οι σκάλες ήταν καλά φωτισμένες και δεν θα άντεχε να τις ανέβει.

«Καλησπέρα σας», του απευθύνθηκε η ιατρός. «Σε τι θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» Μόλις κάθισε, το βλέμμα του Πέτρου προσηλώθηκε στον πίνακα που βρισκόταν πίσω από το γραφείο της. Έδειχνε έναν γέρο που κρατούσε ένα κομπολόι από κεχριμπάρι, με φόντο ένα λιμάνι που του φαινόταν πολύ οικείο και ταυτόχρονα δεν του θύμιζε κανένα ταξίδι απ’όσα είχε πάει ποτέ. «Θα ήθελα να μου πείτε αν είμαι τρελός» της απάντησε. «Αν έχω κάποιο πρόβλημα» συνέχισε, «νεύρωση, δεν ξέρω την ακριβή ορολογία, πώς να σας το πω; Πρόβλημα.» «Και τι σας κάνει να πιστεύετε ότι έχετε κάποιο πρόβλημα;» αποκρίθηκε αυτή. «Ξέρετε», συνέχισε ο Πέτρος, «τις τελευταίες τρεις ημέρες έχω χάσει την σκιά μου». Το βλέμμα της ιατρού αυτόματα πήγε από το φωτιστικό του γραφείου της στην καρέκλα του Πέτρου κι ύστερα πάλι πίσω. «Τι εννοείτε χάσατε την σκιά σας;» τον ρώτησε. «Κοιτάξτε» της λέει με έντονο ύφος βάζοντας το χέρι του κάτω από το φωτιστικό. «Εννοώ δεν έχω σκιά. Τίποτα. Καπούτ. Νάδα». Η ιατρός γούρλωσε τα μάτια της και πήρε βιαστικά στο δεξί της χέρι το φωτιστικό περιφέροντάς το γύρω από τον Πέτρο. Το έβαζε μια φορά πάνω από το χέρι της ελέγχοντας την σκιά της που έπεφτε στο γραφείο και κατόπιν πάνω από το χέρι του πελάτη της. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο Πέτρος θα πίστευε ότι είναι ηλίθια, αλλά το άγχος για την ενδεχόμενη δική του τρέλα τον εφοδίαζε με υπομονή. Η ιατρός πήγε απέναντι, δίπλα στην πόρτα, άναψε όλα τα φώτα της αίθουσας, έκανε μια βόλτα γύρω από την καρέκλα του Πέτρου και, αρπάζοντας την τσάντα της, έβγαλε ένα χάπι και το κατάπιε αδειάζοντας ένα ολόκληρο μπουκάλι νερό. Την ίδια ώρα ευχόταν να μην είχε σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνη την ημέρα, καθώς και άλλα κλισέ τα οποία δεν είναι του παρόντος. Πίστευε ότι πρόκειται για κάποιο είδος ομαδικής ψευδαίσθησης, ή ίσως μια αυθυποβολή, εξάλλου είχε διαβάσει παρόμοιες περιπτώσεις στην βιβλιογραφία. «Θα σας πείραζε αν φώναζα έναν συνάδελφο από δίπλα για να σας δει μαζί μου;» κόμπιασε, χωρίς να τον κοιτάζει απευθείας στα μάτια, κάπως φοβισμένη και ανήσυχη. «Αφήστε», της απαντάει ο Πέτρος και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την έξοδο. «Νομίζω πως δεν έχει νόημα».

Ο Πέτρος είναι βαθειά ορθολογιστής, πηγαίνει από το άλφα στο βήτα μυωπικά σχεδόν, με γεγονότα και αποδείξεις. Ο σκεπτικισμός του τον έκανε άθεο, με σαφή απέχθεια απέναντι στο μεταφυσικό και όσους το πρέσβευαν, είτε παπάδες ήταν αυτοί είτε χαρτορίχτρες. Και να ’τος τώρα, να περπατά χαμένος στο γαμωχαλάνδρι, χωρίς να θυμάται ή να τον νοιάζει πού έχει παρκάρει, χωρίς να ξέρει πού πάει, αποφεύγοντας τους φωτισμένους δρόμους ή τουλάχιστον προσπαθώντας να τους αποφεύγει, με ένα μυαλό – αχταρμά. «Να κλείσω ραντεβού σε ενδοκρινολόγο» σκέφτηκε, «ή ίσως σε κάποιον ειδικευμένο στις λοιμώξεις». Δεν ήξερε ή δεν ήθελε να παραδεχτεί, που στην περίπτωσή του ήταν το ίδιο, πως είναι δυνατόν κάποιος να μην έχει σκιά, που πάει να πει ότι δεν αποτελούταν από ύλη πλέον, δηλαδή, αδύνατον, δεν γίνεται να άλλαξαν οι νόμοι της φυσικής, αποκλείεται να γινόταν ήρωας παραμυθιού του Άντερσεν ή πρωταγωνιστής έργου της όπερας, «αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν» σκεφτόταν, «δεν παίζω στην έκτη αίσθηση, δεν γίνεται» παραληρούσε, επιτάχυνε το βήμα του κάθιδρος, «είμαι σίγουρα τρελός, θα με πιάσουν να με κλείσουν σε κάποιο εργαστήριο να μου κάνουν πειράματα» και αμέσως «μπορεί να είναι μια ίωση που με κάνει να μην βλέπω καλά», η μια σκέψη μετά την άλλη, «ξέχασα να πάρω κάποιο χαρτί για να δικαιολογηθώ στη δουλειά», το ένα βήμα ακολουθούσε το άλλο, «γαμώ τη φωτορύπανση και τις βιτρίνες σας», ο ένας δρόμος μετά τον άλλον, μια ακολουθία φόβων μέχρι τη διασταύρωση Ξανθίππου και Ορφέως όπου ένας ταξιτζής τον τύφλωσε με τους προβολείς του και πλέον ο Πέτρος προσωρινά δεν έβλεπε ούτε που πατούσε, ούτε και το αυτοκίνητο που ερχόταν πάνω του με μεγάλη ταχύτητα.

Στην άλλη άκρη του κόσμου, η Γουέντυ λίγο πριν αποπνεύσει η προθεσμία για την παράδοση της διατριβής της για τον κριτικό ρεαλισμό, ολοκλήρωνε μια πρόταση στον υπολογιστή, χωρίς να έχει παρατηρήσει ότι στον τοίχο πίσω της υπήρχαν δυο σκιές.

Δεν επιτρέπονται σχόλια.