Ένα συν e εις στην πι επί γιωτ
Κάθε χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος.
«Κλισέ» η πρώτη μου σκέψη, «στ’αρχίδια μου» η αμέσως επόμενη, η τρίτη είχε να κάνει με κάποιου είδους απομαγνητοφώνηση σκέψεων, κατόπιν χάθηκα και άκουγα μόνο τον ήχο των παπουτσιών μου πάνω στο χιόνι, το οποίο αρχίζει και μαυρίζει ώστε να αντικατοπτρίζει το εσώτερο εντός, το εντός δηλαδή που κάποιος ακούει διακεκομένα και κατά περίσταση, η «ελάχιστη σφαλιάρα» που θα έλεγε ένας ποιητής τύπου Λάγιος, το εντός που σχηματικά ισοδυναμεί με την νεκροφάνεια του αποτυπώματος που αφήνουμε στους άλλους και σε κάθε περίπτωση αυτές οι παραδοξότητες του φαίνεσθαι δεν αφορούν κανέναν παρά αυτούς που τα πολυψειρίζουν και δεν έχει και σημασία άλλωστε διότι ο χρόνος έχει καμπυλωθεί και με τραβάει προς τα πίσω ή με συρρικνώνει στο τώρα ή όλοι οι υπόλοιποι παραπατώσιν κυκλομερώς με τρόπο που ξεθάβουν τα θεμέλια της ταυτότητάς μου, είναι ας πούμε όλα κάπως φυγόκεντρα ή και κεντρομόλα, σάμπως έχει καμμία σημασία τώρα; σημασία έχει ότι σταμάτησα να πατώ στο χιόνι, μπήκα μέσα στο διαμέρισμα και χρησιμοποιώντας ένα δεύτερο κλισέ «η εκκωφαντική ησυχία» μου έσπασε τα τύμπανα, καθώς όπως έλεγαν και οι κινέζοι πρέπει να προφυλασσόμαστε από τις διακυμάνσεις του βλέμματος, ή να μην υποδυόμαστε καθόλου και τίποτα ρε αδερφέ, οι στωικοί δεν ήξεραν; ήξεραν αλλά δεν έλεγαν κι αν έλεγαν εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν σπρέυ να βγει ένας τρελαμένος στωικός έξω να γράφει στους ναούς Funny how secrets travel – I’d start to believe – if I were to bleed και να χεστούνε πάνω τους όλοι οι επικούρειοι, τα έχω μελετήσει εγώ, τα ξέρω, ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται που πάει να πει δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω κέντρο βάρους παρά μόνο ένα γαμημένο καιρό στην τσεχία, έναν χωρισμό στην πλάτη, έναν σιοράν στη βιβλιοθήκη και ένα γαμημένο μαύρο τραπέζι υπολογιστή που ανάθεμα κι αν ήθελα το μαύρο μέσα στο σπίτι, αλλά απεμπόλησα το δικαίωμα στις αποφάσεις χάριν μιας κάποιας ευφωνίας που πίστεψα ότι θα ενδοβάλλει μυστηριακώ τω τρόπω σε αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν απολυτίκιο ή διαμερισμός συνόλου σε ξένα υποσύνολα ή παραλίγο να πάθω αναφυλαξία όντας βέβαιος ως άλλη ντιπ καταντίπ βολταιρική καντίτ πως θα αλλάξω την Ιστορία κι ας έγραψε ο αρανίτσης κάπου πως ό,τι γκρεμίζεται ποτέ δεν ήταν χτισμένο ή ήθελε ίσως να γράψει για την παρενέργεια του ανέφικτου πένθους, το μόνο βέβαιο είναι ότι πλέον έχω πέσει για ύπνο και ονειρεύομαι διότι μόνο έτσι εξηγείται ο Λυντς και το ότι αναπαράγω χρόνια μέσα σε ένα δεητικό στιμιότυπο, εξαφανίζοντας όλες τις αντωνυμίες, ελληνικές και τσέχικες, μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο αίτημα, αυτό της άρσης κάθε υβριδίου έστω και αναγώγιμου, γιατί όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα της μοναξιάς που ακούει το άπειρο αυτί στις ηχογραφήσεις του τσετ μπέηκερ και ειδικά στο but not for me, διότι, for me, πλέον μισώ την ανθρωπότητα πολύ περισσότερο από πριν.
Ένας χρόνος και πέντε μήνες από την τελευταία ανάρτηση
και μοιάζει σαν να πέρασε ένας χρόνος και πέντε μήνες.
Dobrý den.
Ο άνθρωπος που έχασε τη σκιά του.
Η μουσική στην αίθουσα αναμονής της ιδιωτικής ψυχιατρικής κλινικής στην οποία περίμενε ο Πέτρος, ήταν πολύ πιο ήρεμη από αυτή που άκουγε στον οφθαλμίατρο όταν πάλι περίμενε την σειρά του χθες το απόγευμα. Ρυάκια να κυλάνε, καμουφλαρισμένη ηδονή με άρπες που θύμιζαν καλοκαίρι, new age αηδίες που του έφερναν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό για το οποίο υποτίθεται λειτουργούσαν. Βέβαια, δεν χρειαζόταν τη μουσική για να εκνευριστεί• ήδη ο Πέτρος ήταν εν εξάρσει εδώ και τρεις ημέρες με αποκορύφωμα την χθεσινή, όταν ο οφθαλμίατρος κύριος Μάζαρης τον διαβεβαίωσε ότι η όρασή του ήταν 20/20. Απαράδεκτο! Θα προτιμούσε να είχε ωχρά κηλίδα, καταρράκτη, γλαύκωμα, κάτι, οτιδήποτε παρά να περιμένει στο …
«Ο κύριος Πάνου;» Η γραμματέας διέκοψε τις σκέψεις του Πέτρου, ο οποίος πλησίασε με διστακτικά βήματα την ρεσεψιόν. «Η ιατρός σας περιμένει, ανεβείτε παρακαλώ στον πρώτο όροφο, βρίσκεται στην δεύτερη πόρτα αριστερά». Της χαμογέλασε αμήχανα και κατευθύνθηκε στο ασανσέρ. Οι σκάλες ήταν καλά φωτισμένες και δεν θα άντεχε να τις ανέβει.
«Καλησπέρα σας», του απευθύνθηκε η ιατρός. «Σε τι θα μπορούσα να σας βοηθήσω;» Μόλις κάθισε, το βλέμμα του Πέτρου προσηλώθηκε στον πίνακα που βρισκόταν πίσω από το γραφείο της. Έδειχνε έναν γέρο που κρατούσε ένα κομπολόι από κεχριμπάρι, με φόντο ένα λιμάνι που του φαινόταν πολύ οικείο και ταυτόχρονα δεν του θύμιζε κανένα ταξίδι απ’όσα είχε πάει ποτέ. «Θα ήθελα να μου πείτε αν είμαι τρελός» της απάντησε. «Αν έχω κάποιο πρόβλημα» συνέχισε, «νεύρωση, δεν ξέρω την ακριβή ορολογία, πώς να σας το πω; Πρόβλημα.» «Και τι σας κάνει να πιστεύετε ότι έχετε κάποιο πρόβλημα;» αποκρίθηκε αυτή. «Ξέρετε», συνέχισε ο Πέτρος, «τις τελευταίες τρεις ημέρες έχω χάσει την σκιά μου». Το βλέμμα της ιατρού αυτόματα πήγε από το φωτιστικό του γραφείου της στην καρέκλα του Πέτρου κι ύστερα πάλι πίσω. «Τι εννοείτε χάσατε την σκιά σας;» τον ρώτησε. «Κοιτάξτε» της λέει με έντονο ύφος βάζοντας το χέρι του κάτω από το φωτιστικό. «Εννοώ δεν έχω σκιά. Τίποτα. Καπούτ. Νάδα». Η ιατρός γούρλωσε τα μάτια της και πήρε βιαστικά στο δεξί της χέρι το φωτιστικό περιφέροντάς το γύρω από τον Πέτρο. Το έβαζε μια φορά πάνω από το χέρι της ελέγχοντας την σκιά της που έπεφτε στο γραφείο και κατόπιν πάνω από το χέρι του πελάτη της. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο Πέτρος θα πίστευε ότι είναι ηλίθια, αλλά το άγχος για την ενδεχόμενη δική του τρέλα τον εφοδίαζε με υπομονή. Η ιατρός πήγε απέναντι, δίπλα στην πόρτα, άναψε όλα τα φώτα της αίθουσας, έκανε μια βόλτα γύρω από την καρέκλα του Πέτρου και, αρπάζοντας την τσάντα της, έβγαλε ένα χάπι και το κατάπιε αδειάζοντας ένα ολόκληρο μπουκάλι νερό. Την ίδια ώρα ευχόταν να μην είχε σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνη την ημέρα, καθώς και άλλα κλισέ τα οποία δεν είναι του παρόντος. Πίστευε ότι πρόκειται για κάποιο είδος ομαδικής ψευδαίσθησης, ή ίσως μια αυθυποβολή, εξάλλου είχε διαβάσει παρόμοιες περιπτώσεις στην βιβλιογραφία. «Θα σας πείραζε αν φώναζα έναν συνάδελφο από δίπλα για να σας δει μαζί μου;» κόμπιασε, χωρίς να τον κοιτάζει απευθείας στα μάτια, κάπως φοβισμένη και ανήσυχη. «Αφήστε», της απαντάει ο Πέτρος και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την έξοδο. «Νομίζω πως δεν έχει νόημα».
Ο Πέτρος είναι βαθειά ορθολογιστής, πηγαίνει από το άλφα στο βήτα μυωπικά σχεδόν, με γεγονότα και αποδείξεις. Ο σκεπτικισμός του τον έκανε άθεο, με σαφή απέχθεια απέναντι στο μεταφυσικό και όσους το πρέσβευαν, είτε παπάδες ήταν αυτοί είτε χαρτορίχτρες. Και να ’τος τώρα, να περπατά χαμένος στο γαμωχαλάνδρι, χωρίς να θυμάται ή να τον νοιάζει πού έχει παρκάρει, χωρίς να ξέρει πού πάει, αποφεύγοντας τους φωτισμένους δρόμους ή τουλάχιστον προσπαθώντας να τους αποφεύγει, με ένα μυαλό – αχταρμά. «Να κλείσω ραντεβού σε ενδοκρινολόγο» σκέφτηκε, «ή ίσως σε κάποιον ειδικευμένο στις λοιμώξεις». Δεν ήξερε ή δεν ήθελε να παραδεχτεί, που στην περίπτωσή του ήταν το ίδιο, πως είναι δυνατόν κάποιος να μην έχει σκιά, που πάει να πει ότι δεν αποτελούταν από ύλη πλέον, δηλαδή, αδύνατον, δεν γίνεται να άλλαξαν οι νόμοι της φυσικής, αποκλείεται να γινόταν ήρωας παραμυθιού του Άντερσεν ή πρωταγωνιστής έργου της όπερας, «αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν» σκεφτόταν, «δεν παίζω στην έκτη αίσθηση, δεν γίνεται» παραληρούσε, επιτάχυνε το βήμα του κάθιδρος, «είμαι σίγουρα τρελός, θα με πιάσουν να με κλείσουν σε κάποιο εργαστήριο να μου κάνουν πειράματα» και αμέσως «μπορεί να είναι μια ίωση που με κάνει να μην βλέπω καλά», η μια σκέψη μετά την άλλη, «ξέχασα να πάρω κάποιο χαρτί για να δικαιολογηθώ στη δουλειά», το ένα βήμα ακολουθούσε το άλλο, «γαμώ τη φωτορύπανση και τις βιτρίνες σας», ο ένας δρόμος μετά τον άλλον, μια ακολουθία φόβων μέχρι τη διασταύρωση Ξανθίππου και Ορφέως όπου ένας ταξιτζής τον τύφλωσε με τους προβολείς του και πλέον ο Πέτρος προσωρινά δεν έβλεπε ούτε που πατούσε, ούτε και το αυτοκίνητο που ερχόταν πάνω του με μεγάλη ταχύτητα.
Στην άλλη άκρη του κόσμου, η Γουέντυ λίγο πριν αποπνεύσει η προθεσμία για την παράδοση της διατριβής της για τον κριτικό ρεαλισμό, ολοκλήρωνε μια πρόταση στον υπολογιστή, χωρίς να έχει παρατηρήσει ότι στον τοίχο πίσω της υπήρχαν δυο σκιές.
ω κουμπί
Με την ομορφιά του καταργεί την έννοια της αστυνόμευσης καθώς κυκλοφορεί μόνο στην μαύρη αγορά:
Αναφέρομαι στην αγορά των κινήτρων και συγκεκριμένα στο μέρος που οι άνθρωποι προσπαθούν να ψωνίσουν κλητική, ή να την ανταλλάξουν με το πεπραγμένο.
Η ανάγκη για τόση κλητική προέκυψε την ημέρα που καταργήθηκαν οι χρησμοί, δηλαδή την ενάτη ιουνίου που έκανε και ζέστη.
Έκτοτε, το πρωθύστερο εδραιώνεται εκκωφαντικά και περιφέρεται με ύφος κάποιου που ονειροπολεί, για να μην πω τίποτα χειρότερο.
Τι το κάνει όμως τόσο ωραίο; Η στρογγυλάδα του; Μα το δυνητικό γεννά το δυνητικό και ο ήλιος δεν έχει πει την τελευταία του λέξη (αν και λάμπει περισσότερο απ’αυτόν).
Η λειτουργικότητά του; Μα εδώ έχουν πει τόσα και ο τόσα ο αντιφωνητής με την μαρία νεφέλη, συνεπώς ούτε αυτή είναι η περίπτωση.
Αποφαίνομαι πως η ομορφιά του είναι αναγκαία για τον κόσμο, όπως και ο κόσμος για την ομορφιά του, διότι συμβολίζει την αιώνια νοσταλγία του ψίθυρου των εραστών την στιγμή που μεταμορφώνονται σε συνθήκες αντεστραμμένου αδύνατου.
Το έχω στα δάχτυλά μου και παίζω με τις μετωνυμίες του.
βυ
Παίξε μι μινόρε / σολ / λα / λα μινόρε σαν νευρόσπαστο.
Εγώ είμαι εγώ συν οι εμμονές μου, εσύ θα παίζεις σαν νευρόσπαστο το σάουντρακ αυτού του αθροίσματος.
Ακίνδυνη δυστοκία το άθροισμα. Για να ταιριάζει με την ομοιότητα, καθώς κάθε πράγμα είναι όμοιο με κάποιο άλλο πράγμα εάν και εφόσον.
Εάν και εφόσον επιθυμούσα να ρίξω ένα ρούχο πάνω σ’αυτό το κείμενο, θα ήταν αυτή η αυθάδης νωχέλεια κατά την οποία καίγεσαι εντός.
Εντός, εκτός ή επί τα αυτά; Σου είπα παίζε σαν νευρόσπαστο, μην γίνεσαι όμως τέτοιο.
Εντός, εκτός και επί τα αυτά είναι η σωστή απάντηση. Το ερώτημα αφορά την ετεροτονία per se, πάντα ήθελα να χρησιμοποιήσω την φράση per se σε κείμενο επιτέλους.
Πρέπει δηλαδή να μην έχεις χάσει το Εγώ, αλλιώς δεν μπορείς να το θυσιάσεις. Και πού χάνεται ένα Εγώ ας πούμε αν όχι στα έμμετρα ομοιώματα;
Ακόμα και στην απλή αναφορά της ετεροτονίας πετάγονται σύννεφα από το πουθενά για να κάνουν την ομοιότητα συνεκτική.
Αν ο χρόνος ήταν γραμμικός, τώρα θα ήσουν δίπλα μου.
λολ
Ως γνωστόν όλοι θα πεθάνουμε και θα απομείνουν κάποια βιβλία και ρούχα που θα μοιραστούν συγγενείς που ποτέ δεν συμπαθήσαμε αλλά και ποιός είμαι εγώ να κρίνω.
Μέχρι τότε, παλεύουμε γενικά να συμφιλιωθούμε με τα ρήγματα των τυπικών εκβάσεων που έχουν κάποια ερωτικά δράματα και που συνήθως μπαζώνουμε με την διεστραμμένη σαφήνεια της μοναξιάς. Ακατάπαυστα.
Αυτό το καρδιογράφημα συνελόντι ειπείν, με τα πάνω του και τα κάτω του που όλοι κατοικούμε εντός και που ο ποιητής του αποδίδει χιούμορ
είναι ένα είδος χιούμορ να ξυπνάς κάθε πρωί στην πόλη των 5 εκατομμυρίων για να νοιώσεις 5 εκατομμύρια φορές πιο μόνος από χθες το πρωί.
— Domianos (@Domianos) November 26, 2012
ενώ κατ’ουσία τραβά μια μονοκοντυλιά ερήμην της εμμένειας του διηνεκούς, ή της καταγωγής αν προτιμάτε αυτών των εξουσιοδοτήσεων που δίνουμε για να γίνουμε αστερίσκοι στην μνήμη της άλλης, αυτό το καρδιογράφημα λοιπόν είναι ο ήχος του χιούμορ που κάνει όταν σκουντουφλά (το χιούμορ, όχι το καρδιογράφημα) χάμω.
Αν ακούσετε κανένα ράπισμα στον άνεμο, ορκίζομαι πως δεν φταίω εγώ.
Περί των μηχανισμών άμυνας του αναπνευστικού συστήματος
Ο Γιάννης, γιός του Μιχάλη και της Άννας, αυτής που είχε κάποιες διαφορές την δεκαετία του ’60 με την Μαρία του Νίκου, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε στην δούλεψή του τον Λευτέρη, πατέρα της Μίνας, γνωστή για την ελευθεριότητα και τον άστατο χαρακτήρα της με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σχέση της με τον Ιάσωνα, σύζυγο της Φωτεινής και πατέρα του Κώστα, ο οποίος είχε σχέση με την Λουκία, πρώην της Βάσως, γνωστή για την ακτιβιστική της δράση ειδικά τις πρωινές ώρες όπου μαζί με την Ιουλία έκαναν διάφορες δολιοφθορές σε δημόσια κτίρια και μαζί με την Γεωργία που τότε σχετιζόταν και με τον Μήτσο τον χασάπη, μακρινό συγγενή του Tρελαντώνη για τον οποίο η τρέλα ήταν απλά ρουτίνα, αρκεί να θυμηθούμε το περαστατικό με την Ρίτσα (καλό κουμάσι κι αυτή) κόρη του Μάκη, γνωστού για το πως αντιμετώπιζε τα πράγματα και ειδικότερα την μάνα της Ρίτσας, την Τάνια, η οποία είχε ξανθόλευκα μαλλιά τα οποία περιποιούταν καθημερινά στο κομμωτήριο της Ντίνας, η οποία έχει ακόμα και τώρα κάποιες διαφορές για την κυριότητα ενός οικοπέδου στην Mυτιλήνη με κάποιον Αναστάση, του Ευγένιου και της Μαριγώς, ο Γιάννης λοιπόν, θυμάμαι πρόσφατα έβηξε.
You have awakened me too soon, Executus
Ακαταστασία.
Να πάρω την Φυσική πριν φύγω.
Ήλιος.
Να πάρω το καπέλο πριν φύγω.
Εσωτερική γύμνια.
Να πάρω κανά εσωτερικό σώβρακο πριν φύγω.
Θάλασσα.
Να πλύνω τα πιάτα πριν φύγω.
Μόνος.
Να πάρω κάποιες σκέψεις όταν φύγω.
Κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές τα τελευταία χρόνια σταμάτησα να ονομάζω το φευγιό «διακοπές».
Τουλάστιχον αυτή την φορά δεν θα μνημονεύσω το απόσπασμα του Πεσσόα το σχετικό με το ταξίδι και τους ταξιδιώτες και όλα αυτά.
Μετρώ σε απόλυτο πανικό αντίστροφα 7, 6, 5 κ.ο.κ ημέρες αφήνοντας πίσω όλα αυτά που με ακολουθούν.
Διότι κάποτε, θα γυρίσω απότομα πίσω και θα τα τρομάξω με ένα μπου.
Σέριφο σου έρχομαι, ξανά.
Tα W και Ζ μποζόνια έχουν μάζα, ενώ τα φωτόνια είναι άμαζα
Ακριβώς επειδή ήταν σάββατο μεσημέρι πίστεψα ότι έπρεπε να πάω στο σουπερμάρκετ. Επιστρέφω και μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω μου, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας.
Δεν ανοίγω ποτέ, γιατί σχεδόν δεν έχω ποτέ επισκέψεις και αντ’αυτού πάω στην κουζίνα για να βάλω τις σόδες στο ψυγείο.
Φαίνεται όμως πως το κινητό μου είχε αντίθετη γνώμη, γιατί την ίδια στιγμή έρχεται μήνυμα «άνοιξέ μου». The plot thickens θα έλεγα, αν υπήρχε plot.
Ανοίγω την πόρτα και την βλέπω να ανεβαίνει τις σκάλες, χαμογελαστή, κοιτώντας με στα μάτια.
Κάνω χώρο για να περάσει μέσα και με το που ανοίγω το στόμα μου να την καλωσορίσω μου το κλείνει με το χέρι της και με σπρώχνει προς τα πίσω.
Οι σόδες μου άρχιζαν να διαμαρτύρονται με όλα αυτά, ενώ το ψυγείο είχε μείνει άναυδο. Κλείνει την πόρτα, με πιάνει απ’το χέρι και με οδηγεί προς τον καναπέ, όπου κάθομαι (τι άλλο να έκανα;)
Αρχίζει να γδύνεται με γρήγορες κινήσεις. Αμίλητος, αποφασίζω να ενστερνιστώ τη στάση του ψυγείου μένοντας επίσης άναυδος, αν και εδώ που τα λέμε άρχισα να καυλώνω.
Κάθεται στα γόνατά της μπροστά μου εντελώς γυμνή, συνέχεια χαμογελαστή, πάντα αμίλητη.
Το στήθος της είναι αρκετά μικρό αλλά στητό, σχεδόν αυτόνομο από το υπόλοιπο κορμί. Το κορμί είναι αρκετά μαυρισμένο, καθαρό με περίσσεια καύλας. Σχεδόν το φωνάζει δηλαδή.
Ανασηκώνομαι λίγο καθώς μου τραβάει την βερμούδα για να την βγάλει. Πιάνει με τα χέρια της τα μπούτια μου και τα απομακρύνει το ένα από το άλλο. Αυτά με τη σειρά τους το δέχτηκαν.
«Κοίτα με στα μάτια» μου λέει και την ίδια στιγμή βάζει το στόμα της στο πουλί μου, ή βάζει το πουλί μου στο στόμα της – δεν θυμάμαι πως ακριβώς έγινε.
Αρχίζει να μου παίρνει πίπα αργά, πρώτα γυρνώντας τη γλώσσα της γύρω από το κεφάλι, μετά βάζοντας το όλο μέσα στο στόμα της και μετά πάλι αφοσιώθηκε στο κεφάλι.
Στη συνέχεια, μου έφτυσε τα αρχίδια και άρχισε να τα γλείφει, μάλλον για να πάρει το σάλιο της πίσω. Μετά, πήρε το πουλί μου με το χέρι της και το έτριψε στο πρόσωπό της για λίγο, για να το αφήσει ελεύθερο στη συνέχεια και να το πιπώνει πάλι.
Αυτή τη φορά όμως το έκανε πιο γρήγορα, άρπαξε το δεξί μου χέρι και το έβαλε στο κεφάλι της για να δίνω τον ρυθμό, αν και στην ουσία συνέχιζε με το δικό της. Πιο γρήγορα και πιο γρήγορα.
Νομίζω πως δεν άντεξα καθόλου από εκείνη την στιγμή και μετά και ανακοινώντας ξέπνοα δυο – τρεις φορές «σε χύνω», βαριανασαίνοντας, έχυσα τόσο πολύ που άλλαξε η σύσταση του οργανισμού μου σε 10% νερό.
Εκείνη, δεν άφησε ούτε μια σταγόνα σπέρμα να φύγει, το κατάπιε όλο μουρμουρίζοντας ταυτόχρονα μια μελωδία σε τέμπο larghissimo.
Σηκώνεται, μου λέει «βάλε τις σόδες στο ψυγείο και έλα, θα αρχίσω χωρίς εσένα» και κατευθύνεται προς το κρεβάτι.
Ποτέ δεν κατάλαβα πως το ήξερε ότι είχα ψωνίσει σόδες.
Εκπνοές
Ο πρωταθλητισμός στις επινοήσεις, ειδικά δε σε αυτές που είναι ταυτόχρονα καταφατικές και αποφατικές, πρέπει να γίνεται με σχολαστική επιμέλεια κι αν όχι, τουλάστιχον με ειλικρινή αγανάκτηση.
Οι συνέπειες μη-τήρησης του παραπάνω ποιεί μια εμμενή διχοστασία, ένα φτηνό παράδοξο. Τυπικό παράδειγμα είναι αυτή η περίπτωση που άκουσα πρόσφατα για κάποιον, ο οποίος έπαθε έμφραγμα ενώ κοιτούσε τηλεόραση, ενώ στην διεισδυτική νεκροψία που έγινε αργότερα ανακάλυψαν αμήχανα ότι η τηλεόραση κοιτούσε αυτόν.
Μεταξύ οντολογικών και αξιολογικών επινοήσεων, εκλέγω πάντοτε αυτές που προωθούν εντός [μου] την ετερότητα της άγνοιας. Ο ήχος της αζαλέας όπως θα την έκανε ένας εγγαστρίμυθος ανέκαθεν με οδηγούσε σ’αυτήν την εκλέπτυνση της εθελούσιας παραπλάνησης. Επινοώ σημαίνει μεταξύ άλλων και αιωρούμαι πέρα από το αδυσώπητο απείκασμα. Σημαίνει την εκλογή της αλλαγής του ρο σε γάμα κάθε φορά που [πληρώνομαι]. Σημαίνει επίσης την επικύρωση κάθε αποϊεροποίησης. Το αντίθετο δηλαδή της περίπτωσης της Κάραλη που προκειμένου να νιώσει την συγγένεια προτίμησε την ελάχιστη ροή μιας ανάφλεξης που δεν έγινε ποτέ.
Ίσως εντέλει να επιχειρείται η απουσία των παραστάσεων ή κάποιου είδους χθόνια εσωστρέφεια. Απουσία του έρωτα δε, η επινόηση γδύνει την κοιναισθησία της και γίνεται απονόηση, παρανόηση ή και παραγγελία σημασιών. Ωσαύτως γίνεται και παραχώρηση για αυτό που κάποτε θα ονομάσουν υποταγή των οσμών.
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν μπορώ να μην επινοώ, να μην υποκινώ νύξεις – έστω – ματαιότητας. Διότι το εργαλείο της στύσης είναι ακριβώς αυτή: Η αμόλυντη από σημασίες ανακαίνιση, η αντίθεση της εγκατάλειψης στο μοιραίο.
Μην είστε απροετοίμαστοι την επόμενη φορά.
Το πρωταρχικό θέλω ος τα πάνθ’ορά
Όλο λέμε [θέλω] «να φάω», «να πιω», «να γαμήσω», «να κοιμηθώ», «να δουλέψω». Κανείς όμως δεν λέει* [θέλω] «να πληρώσω τον λογαριασμό της ΔΕΗ».
Αυτός ο κάποιος ΚανείςΔενΛέει όμως, δεν θα έχει ρεύμα να μαγειρέψει για να φάει, ψυγείο για να πιει, δονητή για να γαμήσει ή φως για να δουλέψει αν δεν πληρώσει τους λογαριασμούς του.
Και δεν αναφέρομαι σε περιώνυμους λογαριασμούς με το παρελθόν, αυτή είναι μια κουβέντα που και λοιπά. Αναφέρομαι στον λογαριασμό της ΔΕΗ. Προτεραιότητες αγαπητά μου παιδιά.
Όθεν, αρκετές φορές δεν είναι σαφής η βαρύτητα των [θέλω].
Ένα ζήτημα, το οποίο παύει να υπάρχει αν σκεφτούμε τα [θέλω] σαν πραγματικούς αριθμούς στους οποίους εφαρμόζεται η αρχή της καλής διάταξης.
Σύμφωνα με αυτήν, υπάρχει κάποιο [θέλω] τέτοιο ώστε για όλα τα [θέλω] μας, να είναι το μικρότερο απ’όλα αν όχι το ίδιο.
Αυτό το [θέλω] που ευφημιστικά θα βαφτίσω [δενθέλωαλλάκαιναήθελαδενγαμιέται], είναι το ίδιο για το οποίο η Κλεοπάτρα Λυμπέρη έγραψε […] Δέρμα πάνω στο δέρμα κατάσαρκα να σε φορώ […].
* Να κι άλλη μια κουβέντα που ξεπηδά ύπουλα και σιωπηρά, η παλιοανάγωγη.
Ανάληψη και ευθύνη δράσης
Ο κουρέας μπορεί να κουρέψει τον εαυτό του. Από την άλλη, ο νεκροθάφτης δεν θάβει τον εαυτό του.
Θα αυθαιρετήσω, προκειμένου να υποστηρίξω πως το παραπάνω παράδειγμα στοιχειοθετεί αυταπόδεικτα την ανθρώπινη δισημία.
Και τρισημία μπορώ να πω, καθώς υπάρχουν και οι κουρείς που θάβουν τους εαυτούς τους, όπως και οι νεκροθάφτες που κουρεύονται μόνοι τους.
Βεβαίως, λένε οι φήμες πως ο γείτονας του κουρέα, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, μια μέρα είχε κουρέψει τον νεκροθάφτη λίγο πριν ο τελευταίος κάνει μια κάτοψη για το νέο σπίτι του κουρέα.
Λέγεται επίσης πως η πρώτη ξάδερφη του νεκροθάφτη, μια μπάργουμαν που δεν θυμάμαι το όνομά της, έφτιαξε σε όλους τους από ένα ντάκιρι φράουλα κάποιο βράδι που αργότερα έγιναν δύο και περισσότερα, για να μην πω τι έγινε στην συνέχεια, δεν θέλω.
Δεν θυμάμαι τι ξεκίνησα να γράφω, αλλά μου φαίνεται ότι προς στιγμήν είχα κάποιου είδους οίηση και ανάγκη να περιγράψω την ανθρώπινη συμπεριφορά. Μαλακία μου.
Six degrees of separation
Στα πόσα πέναλτι νικιέται ο εφιάλτης;
— pοrt à tif (@to_portatif) March 7, 2012
Ο διαγώνιος ύπνος είναι το πρόσχημα.
— η ιωαννα με το μηδεν (@i0annaA) February 8, 2012
Μια φορά είχα πατήσει το σνουζ τόσο δυνατά που ήρθε το καλοκαίρι.
— βρακί του νταρθ (@to_vraki) March 7, 2012
Ναι, νομίζω πως μερικοί περιμένουν το καλοκαίρι για να κάνει καλύτερη αντίστιξη με την θλίψη τους.
— Βασίλης (@autre) March 28, 2012
Ω τι ωραία μέρα για καμουφλάζ της θλίψης μας (βαράτε καμπάνες)
— lailapse (@lailapse) April 13, 2012
ο ήχος που κάνουν οι άνθρωποι όταν αγαπιούνται
— koiniαν (@koinian) January 15, 2012
Έχω την τάση να ταυτίζω ανθρώπους με σχήματα λόγου και με τη σειρά τους με γεωμετρικά σχήματα.
Αυτός ο διαλεκτικός συγκερασμός δεν γίνεται αθώα, αλλά μάλλον (με ποιόν;) βίαια και με 6 ανάποδα βήματα αιτιάσεων.
Αδυνατώ να βρω κάποιον άλλον τρόπο προκειμένου να αναδιπλωθεί το νόημα από το ξεχείλισμα του ποτηριού της σε εμένα – και τελικά στην απομάγευση των νοημάτων.
Κατά τ’άλλα αισθάνομαι, ότι ψυχορραγούν μόνο όσοι χρησιμοποιούν το πένθος για να συγγενέψουν με το μηδέν.
Δηλαδή εμείς : Τα τυχερά νεύματα.
Session #52: New York, November 8, 1944
Στην εποχή των παράδοξων διαιρέσεων, υπήρχε κάποιος ευθύς άνθρωπος ο οποίος έλεγε τις κυριολεξίες αφαιρώντας την οκνηρία των, ή όπως επικράτησε στην εποχή μας με το όνομά τους, ή για κάποιους δεν μασούσε τα λόγια του.
Δεν επιθυμούσε δηλαδή να κρύβεται πίσω από τις λέξεις, ή τις φράσεις και να εκφράζει κατευθείαν αυτό που ήθελε.
Φαίνεται όμως πως τα συμβεβηκότα είχαν ισχυρές αντιρρήσεις απέναντι στο κατευθείαν, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως η ευθεία κατεύθυνση δεν είναι παρά μια γεωδεσιακή τρόπον τινά, σε χώρο θετικής ολικής καμπυλότητας.
Ο άνθρωπος της ιστορίας μας με την Αγγελική μορφή, συχνά πυκνά παραδιδόταν στις ενστάσεις των συμβεβηκότων με την υστερόβουλη σκέψη ότι κάπου, κάποτε, τα τεκμήρια του επιλόγου θα του χαρίσουν – επιτέλους – τη γραμματική του Προσωρινού.
Αυτές οι περιοδικές υποχωρήσεις όμως θέριεψαν, έγιναν οξύμωρα και άναρθρες κραυγές και άρα μια συγκαταβατικότητα της οικονομίας μιας κάποιας εμβρίθειας.
Όπως σε όλες τις ιστορίες όμως, έτσι και σ’αυτή οι πρωταγωνιστές της στο τέλος τρώνε τις σάρκες τους και σε ό,τι έχει εμφιλοχωρήσει σε αυτές, δηλαδή το διαφεύγον, το μι μινόρε, τρία γλυκά από το ζαχαροπλαστείο, ένα φωτοστέφανο και έναΝ ίλιγγο.
Και γράφω πρωταγωνιστές, διότι ιστορία με έναν άνθρωπο μόνο δεν έχει γραφτεί ακόμα και ούτε πρόκειται. Ας μην γελιόμαστε.
Through me
Η πείνα για το τίποτα ξεθυμαίνει από μόνη της, νωχελικώ τω τρόπω.
Εκεί δηλαδή που τρέμεις από φόβο στη σκέψη κάποιου υποδόριου απείρου, με κάποιο ρεμβασμό, ράθυμα, διαπιστώνεις ότι φύτρωσες εκεί που δεν σε έσπειραν.
Και τότε τι γίνεται; Θα νικήσει το προϋποτιθέμενο νόημα το δεδηλωμένο, ή τσάμπα η εκφορά ρίχνει κι από κανένα συμφραζόμενο στην σημασία;
Ο ποιητής εδώ ισχυρίζεται πως η σύγκρουση πρέπει να γίνει αμέσως:
Το δράμα όμως (και όπως έχω υποσχεθεί μιαν άλλη φορά θα μιλήσω για το δράμα) είναι πως ο ποιητής δεν είχε διαβάσει ποτέ Carl von Clausewitz.
Όπως αναφέρεται στο Περί πολέμου, το «μέγιστο στιγμιότυπο» του πενθείν εδράζεται στην ερατεινή αντανάκλαση μίας εκ των δυνητικών μορφών Της.
Ως εκ τούτου αυτή η λαγνεία των αναλογιών αμβλύνει την πραγματικότητα της γλάστρας και άρα το κλάσμα της στιγμής της τέρψης διαρκεί όσο από εδώ έως τους αμπελόκηπους, δηλαδή αιώνες.
Πολλοί λένε πως η αντιδιαστολή είναι φερέφωνο της δικαιοδοσίας της ενάργειας, αλλά έχω λόγους να μην πιστεύω τίποτα παρά το πρωθύστερο βλέμμα.