Έχεις ζάχαρη; (Μάγισσα Μανούλα κ.α. οικογενειακά)
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |ανούσια

Με τον αδερφό μου έχουμε από πιτσιρίκια κάποιους κώδικες.
Όποτε βαριόμαστε να γινόμαστε δηκτικοί ο ένας στον άλλον, ένα από τα επικοινωνιακά μας είναι να κοροϊδεύουμε τους γονείς μας.
Μια από τις ατάκες που χρησιμοποιούμε σε άσχετες στιγμές είναι η » έχεις ζάχαρη » ; Ατάκα ικανή να πυροδοτήσει γέλιο πενταλέπτου.

Πριν από 2-3 χρόνια στο προηγούμενο σπίτι μου, σχεδόν κάθε σάββατο ερχόταν η μητέρα μου με ψώνια.
Όχι ότι δεν έρχεται και τώρα, αλλά τουλάχιστον επέβαλα ν’αραιώσουν οι επισκέψεις. Μια φορά το μήνα εγώ στο πατρικό μου, μια φορά αυτή στο σπίτι μου.
Έγραφα για ψώνια.
Τρόφιμα – ψώνια συνήθως.
Το γεγονός ότι ήταν το ψυγείο μου γεμάτο βεβαίως, δεν ήταν ποτέ ικανό να τη σταματήσει. Πριν έρθει σπίτι μου λοιπόν, με ρωτούσε αν είχα ζάχαρη.
Όχι φρούτα, ούτε τυριά, ούτε τίποτα. Ζάχαρη. «Ναι μάνα, έχω ζάχαρη». «Εντάξει λοιπόν». Σωστά μαντέψατε, ανάμεσα στα υπόλοιπα που έφερνε ήταν και ζάχαρη.
Εκ των υστέρων σκέφτομαι, πως αν πουλούσα όλα αυτά τα κιλά ζάχαρης, ίσως και να είχα λύσει μέρος του οικονομικού μου προβλήματος.
Kαλά, ας μην υπερβάλλω, αλλά είχα πετάξει πολύ ζάχαρη εκείνη την εποχή.
Και φυσικά, το θέμα μου δεν είναι η ζάχαρη.
Το θέμα μου, είναι το πότε ξεμπλέκεις από την πρέζα των οικογενειακών σχέσεων και δη της σχέσης μάνας – υιού.
Με τον πατέρα μου δεν έχω τέτοια θέματα, όταν ψάχναμε σπίτι να νοικιάσω στην πόλη όπου πέρασα το πρώτο έτος και μετά το πέρας των διαδικαστικών, η συμβουλή που μου έδωσε για την ακαδημαϊκή μου καριέρα φεύγοντας ήταν να φορώ προφυλακτικά.
Πάνω κάτω σ’αυτούς τους μακροσκελείς διαλόγους αναλωνόμαστε στην επικοινωνία μας.
Με την μητέρα μου όμως στα τόσα χρόνια της ζωής μου (πού’σαι ρε άτιμε φροϋδιστή ψυχολόγε τώρα που σε χρειάζομαι) είναι διαφορετικά τα πράγματα.
Και δεν είναι ότι δεν έχω προσπαθήσει να της «δείξω» ότι υπάρχουν κι άλλα θέματα πλην αυτών που άπτονται του ρόλου που έχει επιλέξει, όπου βέβαια το «επιλέξει» δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει, αλλά χάριν μονολόγου το χρησιμοποιώ.
Νοιώθω όμως, ότι αν της αφαιρέσω το «σκοπό» της ύπαρξής της ούτε λιγότερο υπερπροστατευτική θα γίνει και επιπλέον η ελαφριά κατάθλιψη που έχει θα γίνει βαριάς μορφής. Τα παιδιά της, είναι η πρέζα της. Κακώς, αλλά είναι.
Εμένα μου κάνει σε αδιέξοδο αυτό, από την άλλη με ψευδο-καθυσυχάζει το ότι ανήκω στον μέσο όρο του ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου, αυτού των μεσογειακών συνηθειών.
Το ξέρω, δεν είναι υγιές, αλλά από την άλλη το να την εξαναγκάσω να συνειδητοποιήσει ότι στην πραγματικότητα δεν την έχω «ανάγκη» μου φαίνεται σκληρό γι’αυτήν. Προσπάθησα, δεν τα κατάφερα, μετά δε βρήκα νόημα.
Αφήστε δε, που υπάρχουν και φορές που βαριέμαι το σιδέρωμα.

Οπότε, ακολουθώ το τρίτο δρόμο (της αλλαγής) :

– Γύρισες απ’τη δουλειά;
– Όχι, σου απαντά ο αυτόματος τηλεφωνητής που είναι προγραμματισμένος στις ερωτήσεις σου.
– Έφαγες τίποτα ή είσαι νηστικός; Τσίρος κατάντησες.
– Όχι, δεν έφαγα, κάνω απεργία πείνας για τα λαδώματα στα εξοπλιστικά προγράμματα.
– Σ’ενοχλώ που παίρνω τηλέφωνο τέτοια ώρα;
– Όχι ρε, τι να μ’ενοχλείς. απλά είμαστε με τη Σούλα εδώ λίγο πριν τους οργασμούς και συζητάμε.
– Πότε θα δω κανά εγγόνι;
– Δεν ξέρω, ο άλλος σου ο υιός τι σου λέει; Νοιώθει έτοιμος;
.
.
.
– Να περάσω απ’το σπίτι το σάββατο να πιούμε καφέ;
– (Εδώ δεν έχει σημασία τι θ’απαντήσω. Το κόλπο επίσης να λείπω από το σπίτι μου κάθε δεύτερο σάββατο, δεν πιάνει. Έρχεται το επόμενο).
– Έχεις ζάχαρη;

Καμμιά φορά σκέφτομαι, ότι θα «φύγει» πριν προλάβω να της πω ότι την αγαπώ κι ότι δε φταίει αυτή για το ρόλο που ανέλαβε.
Ίσως απεμπλακώ από τα ενοχικά μου όχι με το να φορτώνομαι το φταίξιμο ότι δεν προσπάθησα αρκετά να της δείξω το αδιέξοδο, αλλά με το να δημιουργήσω (αν ωριμάσω ποτέ και πάψω να είμαι αυτοκαταστροφικός) κάποτε μια σχέση με μιαν αληθινά ανεξάρτητη Πακίτα Γκαλιέγου και να μεγαλώσουμε παρέα ανεξάρτητες προσωπικότητες.
Δεν αποκλείω τίποτα.

Βάζω τραγούδι του τζιμάκου, κλείνω το πισί και πάω να της τηλεφωνήσω για να της ζητήσω ζάχαρη για την επόμενη φορά που θα μ’επισκευθεί.

Σε φέρετρο ανοιγμένο μπαινοβγαίνω, στην αγκαλιά σου σαν παιδάκι τρομαγμένο
σαν μαργαρίτα την καρδούλα μου μαδάω κι όλο μου βγαίνει πως στο βάθος σ” αγαπάω

Απ” το φουστάνι σου κρατιέμαι και με σέρνεις, στην πασαρέλα μια ζωής μαστουρωμένης
κι είμαι χαμένος σε μια ατέλειωτη ανία, αλλά το ξέρω μάνα είναι μόνο μία

Ηλεκτρικά ναρκωτικά με ταξιδεύουν, μέσα από γυάλινα κουτιά με κοροϊδεύουν
είσαι η μάγισσα που θα “θελα να κάψω και μπρος στα πόδια σου το πτώμα σου να κάψω

Μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά, στου κόλπου τη ζέστη χωμένος βαθιά
εσύ κοιλοπονάς, μα εγώ δεν βγαίνω, να ξαναγεννηθώ δεν την παθαίνω …


μία απάντηση στο “Έχεις ζάχαρη; (Μάγισσα Μανούλα κ.α. οικογενειακά)”

  1. yatiohi

    Όλες οι μητέρες παίρνουν τα ίδια ναρκωτικά τελικά.
    Η δικιά μου στέλνει αλάτι με το κτελ, για να μην πω για την θεία μου, που όποτε κρυώνει με παίρνει τηλέφωνο να ανάψω το καλοριφέρ.

    Αν με ακούς να ξέρεις πως σε αγαπώ, γαμώ τον χριστό μου.