Ημιτελές μανιφέστο για τα δικαιώματα του περονόσπορου
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |Μπερδεγουέη

~~~ Ο Δημήτρης διαβεβαίωσε τον εαυτό του ότι δεν είχε καμμία απολύτως ευθύνη για το χωρισμό του με την Αναστασία. Δυστυχώς γι’αυτόν όμως, δεν ήταν προσεκτικός ενόσω διατύπωνε (στον εαυτό του) αυτή την παρωδία της αποποίησης των ευθυνών του, κι έτσι, σήκωσε το ακουστικό. Ο αντίχειρας σχημάτισε τη γνώριμη διαδρομή των δύο τελευταίων ετών πάνω στα πλήκτρα της συσκευής και ο τηλεφωνητής της Αναστασίας θα δεχόταν ένα νέο μήνυμα, αν τελικά η προβοκατόρικη κυματοσυνάρτηση – ελέω ΟΤΕ – εκφυλιζόταν με τον τρόπο που της υπαγορεύτηκε και δεν έκανε του κεφαλιού της.
~~~ Την ίδια στιγμή, η Έφη έμενε ενεή από την απροκάλυπτη θρασύτητα με την οποία δύο οικογενειάρχες, οι γυναίκες τους, τα πέντε παιδιά τους και η παρελκόμενη φασαρία η οποία τους συνόδευε, εγκαταστάθηκαν στο τραπεζάκι της, ή για ν’ακριβολογήσω στο τραπεζάκι του Νάξος με κατεύθυνση Πάρο, Νάξο, Ίο, Σαντορίνη και πάλι πίσω για όλο το καλοκαίρι του κοντέηνερ χάινεκεν κι ένας θεός ξέρει για πόσο ακόμα, καθώς αι βουλαί του είναι άγνωστες, το οποίο επιβεβαιώνεται από το γεγονός του ότι καθώς συνέβαιναν όλα αυτά, ταυτόχρονα εγώ γαμοσταύριζα (από μέσα) την επιλογή μου να στήσω τη σκηνή δίπλα από το μπαρ του κάμπινγκ παρασυρόμενος από ένα σουτιέν κρεμασμένο στη δίπλα σκηνή, ιδιοκτησίας μιας γερμανίδας η οποία κάνει τη Φράου Μπλούχερ να μοιάζει – συνελόντι ειπείν – με 18χρονη σουηδέζα καλλονή, γεγονός το οποίο αγνοούσα τη στιγμή της απόφασης.
A propos, τώρα που το ξανασκέφτομαι, όλα αυτά τα χλιμιντρίσματα δεν ήταν της φαντασίας μου, για να περιγράψω ευπρεπέστερα την ακουστική του κάμπινγκ και του νέφους του.
~~~ Πάνω στο Νάξος χτυπάει το τηλέφωνο της Έφης. Με μια αναξιόπιστη ακολουθία modus ponens κι αφού ακούγεται η μελωδία του Lou Reed perfect day δίχως να της πολυφαίνεται, συμπεραίνουμε ότι η κλήση προέρχεται από το σπίτι της απ’όπου έχει κάνει εκτροπή και καθώς όλο της το οικείο περιβάλλον (αυτό το συνοθύλευμα γνωστών και φίλων δηλαδή, που ούτε ένας ή μία απ’αυτούς τους καραγκιοζέους δεν μπόρεσε να τη συνοδεύσει στις διακοπές της και πού θα πάει μόνο του κορίτσι πράμα; αυτό είναι εύκολο, στην Αντίπαρο) είχε ειδοποιηθεί για την απουσία της, φτάνουμε στο τελευταίο συμπέρασμα, ότι δηλαδή το τηλέφωνο προερχόταν είτε από συγγενή (σπάνιο), είτε από την μετανοημένη κι εύκαιρη πλέον για συνοδεία διακοπών κολλητή της (σπανιότερο), είτε από άσχετη/λάθος κλήση (σπανιότατο – όπερ κι εγένετο).
~~~ Εμπρός; απαντά η Έφη, αφηρημένη κάπως μιας και τα εχθρικά βλέμματα προς τις οικογένειες Αφών Καταληψία δεν άγγιζαν τους Αφούς. Αναστασία; απορεί ο Δημήτρης ακούγοντας οχλαγωγή. Ο Ιούλιος έχει δώσει στον Αίολο ηρεμιστικά. Έχει βάλει την ενδυμασία της γαλήνης και φορά το άρωμα της προσμονής. Δε με λένε έτσι αποκρίνεται η Έφη, σε ποιόν αριθμό πήρατε;. Ο Ιούλιος επικεντρώνεται στο διάλογο μεταξύ Δημήτρη και Έφης. Οι τσιπούρες αποφάσισαν συλλογικά να μάθουν τα blues. Λάθος έκανα μάλλον, ασθμαίνει ο Δημήτρης. Με ποιόν; ρωτά η Έφη, φανταζόμενη μιαν απόστροφο εκεί που δεν υπάρχει. Ο Ιούλιος αρχίζει να νοιώθει αποστροφή και ο Δημήτρης το κατάλαβε. Μάλλον έκανα λάθοοοοος, φώναξε τώρα. Και πού το ξέρετε; απαντά η Έφη σε μια επίδειξη θράσους η οποία εξέπληξε μόνο την ίδια.
Τι κάνετε τις επόμενες δύο εβδομάδες;, συνέχισε, απορώντας με τη διάρκεια του θράσους της αυτή τη φορά και αρχίζοντας ή επιδιώκοντας τουλάχιστον να ξεκινήσει, μια ιστορία η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί στο βάθος, τις προεκτάσεις, την ένταση και την μορφή με μια λέξη μονάχα: Κούκου.

~~~ Προσπαθώντας να εφεύρω καινούρια μαθηματικά ώστε να τα αξιοποιήσω για να στριμώξω τον όγκο μου κάτω από τη σκιά ενός μικρού κέδρου και ταυτόχρονα αλληθωρίζοντας προς τις δύο γυμνές ολλανδέζες μπροστά μου, ακούω μια γνώριμη φωνή. Λευτεράκη μου; τι κάνεις;. Γυρνώ προς τη μεριά της φωνής και βλέπω το Δημήτρη. Τα στραβά μάτια αποκρίνομαι. Δεν είχα άλλη επιλογή, όποτε βρισκόμαστε μαζί μας βγαίνει αμφοτέρων μια τάση για μαλακία: Από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε δηλαδή, στην πρώτη γυμνασίου του προκοκό. Έχει βγάλει μεγάλους άνδρες το πρότυπο κολλέγιο, από ζόνια έως και πρωθυπουργούς (της hip hop), από τραγουδίστριες της όπερας έως και νοικοκυρές, από το Δημήτρη έως κι εμένα.
~~~ (…)
~~~ Στο κείμενο υπάρχει μια χάινεκεν παύση μεταξύ της προηγούμενης παραγράφου και της παρούσης, η οποία έχει το νόημα της επανατοποθέτησης: Τώρα που το ξανασκέφτομαι δηλαδή, οι διαφορές μεταξύ εμένα και του φίλου μου δεν είναι τόσο μεγάλες όσο ήθελα να τις παρουσιάσω, εκτός ίσως από τον τρόπο που μεμφόμαστε το αυτονόητο, ή που σκεφτόμαστε το Θάνατο (το ενδεχόμενο σαν να λέμε μιας ώρας μπροστά στην τηλεόραση), ή το πως μετράμε το χρόνο (σε μπύρες εγώ, σε τεκίλες αυτός).
~~~ Σε λιγότερο από μια γουλιά μπύρα, τον ρωτάω πως και δεν είναι στη Σαντορίνη με την Αναστασία όπως μου είχε πει πριν φύγω. Μου απάντησε ότι χώρισε μαζί της μιας και του έκανε σκηνή ζηλοτυπίας καθώς μια κοινή γνωστή τους τον είδε σ’ένα μπαρ να χαμουρεύεται με μια ξανθιά. Οκ.
~~~ Εντάξει.
~~~ Σκηνή ζηλοτυπίας / κοινή γνωστή / μπαρ / ξανθιά.
~~~ Για να μου αραδιάζει τόσες μαζεμένες κοινοτοπίες μέσα σε μια πρόταση, σημαίνει ότι το τι συνέβει μεταξύ των είναι αρκετά σοβαρό και δεν πρόκειται να το μάθω στο εγγύς μέλλον. Ο φίλος μου είναι τερατολόγος, συστήνεται στον κόσμο σαν ο εφευρέτης του γράμματος Κ, ιδρυτής κινήματος για τα δικαιώματα του περονόσπορου, πρωτεργάτης της ΚΔΩΑ – αν και το τελευταίο το έχει κλέψει από τα βιβλία του Κουτρουμπούση. Αποκλείεται λοιπόν να είναι καλά μετά την κοτσάνα Σκηνή ζηλοτυπίας / κοινή γνωστή / μπαρ / ξανθιά. Αποκλείεται. Ή μήπως κλείεται; Γνώρισα μια γκόμενα μου είπε. Ο ήλιος έκαιγε. Ο ιδρώτας έτρεχε. Τα σύννεφα κρυβόταν. Ο Αίολος, την πάπια. Μάλιστα, θα παραλείψω το ρήμα. Δε θα παραλείψω όμως να ρωτήσω λεπτομέρειες. Για πες, του απαντώ, δήθεν ότι μ’ένοιαζε εν μέσω όλης αυτής της πάλης μ’εμένα και τη σκιά του κέδρου, η οποία (πάλη, όχι σκιά) δεν είχε σταματήσει ούτε στιγμή εδώ και τρεις παραγράφους.
~~~ – Είναι απλό, μου λέει. Έρωτας από τηλεφώνου. Έκανα λάθος σ’έναν αριθμό, βγαίνει αυτή στο τηλέφωνο, χελόου κιούτυ, χελόοου του γιου του, τελοσπάντων οι λεπτομέρειες δεν έχουν καμμία σημασία εξόν αν είσαι τίποτα ντετέκτιβ που δεν είσαι, συνεχίσαμε να τηλεφωνιόμαστε για ένα διήμερο, πήρα άδεια απ’τη δουλειά και here i am.
– Rock you like a hurricane, καγχάζω.
– Νόμιζα ότι σταμάτησες ν’ακούς scorpions από το ’98, μου λέει.
– Όχι, του απαντώ, τότε ήταν που άρχισα τους μπάφους.
Πριν προλάβει ν’απαντήσει με καμμιά ανοησία που θα οδηγούσε την κουβέντα μας σε αδιέξοδο, προλαβαίνω να ρωτήσω.
– Και πώς είναι;
– Τι πώς είναι;
– Εμφανισιακά, του απαντώ.
– Δεν ξέρω, μου κάνει. Είχαμε ραντεβού στο εστιατόριο του κάμπινγκ στις τρεις. Θα φορούσα συγκεκριμένα ρούχα όπως κι αυτή για να αναγνωριστούμε. Ε, ούτε το κόκκινο μπλουζάκι μου φόρεσα, ούτε το κινητό πήρα μαζί, γιατί μπορεί να είναι καμμιά μπουρούχα και ήθελα να κρατήσω πισινή σε περίπτωση που δεν μου άρεσε. Την ίδια σκέψη θα έκανε κι αυτή μάλλον.
– Με ποιόν; ρωτάω.
– Παράξενο, μου λέει.
– Ποιό; εμμένω να ρωτάω.
– Τίποτα. Πάμε να βουτήξουμε;
– Και δεν πάμε; απαντώ.
Ο ήλιος, ο ιδρώτας, τα σύννεφα, ο Αίολος κλπ. Να μην τα ξαναγράφω.
Είκοσι μέτρα στα δεξιά μας, η Έφη έκανε μακροβούτι. Αλλά ούτε εγώ, ούτε ο Δημήτρης το ξέραμε. Κάτι blues τσιπούρες το είχαν καταλάβει, αλλά αυτές θα τις τρώγαμε κάποιο από τα επόμενα βράδια. Μάλλον.

~~~ Συναρμολογώντας ένα – ένα τα θραύσματα της ιστορίας στο κεφάλι μου, μου επιβεβαιώνω γι’άλλη μια φορά ότι όλοι (άνθρωποι, γάτες, χελιδόνια, η γειτόνισσά μου) υπακούουμε στο Τυχαίο. Δεν πιστεύω στην ύπαρξη του θεού, στο κισμέτ, στα ταρώ, στο ι τσινγκ. Πιστεύω στα πράγματα που συνειδητοποίησε ο Καζαουμπόν στο φινάλε του εκκρεμούς του φουκώ, πιστεύω στο σύντομο σχόλιο για το νόημα της ζωής των μόντυ πάιθον, πιστεύω στον steve vai, τον stevie ray vaughan, στον miles davis και στο καλό τσίπουρο. Και στις μπύρες, φυσικά. Και για να μνημονεύσω τον καθηγητή μου στο πανεπιστήμιο Θεόδωρο Σκαφιδά, αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο και πνευματικό οδηγητή μου, ας κάνω και μια τελευταία (για τώρα) κατάθεση: Πιστεύω ότι ο σκοπός της Τέχνης είναι να βγάλεις καμμιά γκόμενα.
~~~ Ή μήπως ο Πανούσης το είχε πει αυτό; Πολύ τσίπουρο ρε αδελφάκι μου. Και κρασί. Και μπύρες. Και ο Δημήτρης στο κέντρο με την μουνοπαγίδα και γύρω γύρω εμείς, δηλαδή εγώ και καμμιά δεκαπενταριά ακόμη πρόσωπα που εκπροσωπούσαν όλες τις φυλές: ρομαντικό ζευγάρι (μη ρωτάτε) / παληοροκάς τύπου ντηπ περπλ / σπυριάρικα 16χρονα στην πρώτη τους φορά μακριά από το σπίτι / εξέκιουτιβ μάνατζερ του κάμπινγκ (το παιδί δηλαδή που μαζεύει τους δίσκους από το εστιατόριο και πετάει τα σκουπίδια) / προσφάτως χωρισμένη 50ρα (τα παιδιά τ’άφησε στον πατέρα τους) / γάλλοι που δεν καταλαβαίνουν γρυ, μόνο χασκογελάνε πίνοντας ρετσίνα / δεκάδες κουνούπια και φυσικά γυναικοπαρέες.
~~~ Ενδέχεται τώρα ο αναγνώστης (ναι, εσύ) να μην είναι εξοικειωμένος με τη λέξη μουνοπαγίδα η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως. Ως τέτοια, ορίζεται το μουσικό όργανο (συνήθως κιθάρα) το οποίο εντοπίζεται εντός ή λίγο εκτός των ορίων του κάμπινγκ, πχ στην αμμουδιά δίπλα στη θάλασσα, απευθύνεται στους δήθεν εναλλακτικούς θαμώνες του, συνοδεύεται από κάποιον χειριστή ο οποίος είναι σε θέση να παίζει κάτι παραπάνω από Em Am G D και τέλος, αποτελεί το κριτήριο επιλογής γκόμενας καθώς εκ κατασκευής τραβάει και τον λάθος τύπο, δηλαδή αυτής που θα ήθελε να ακούσει το σ’αγαπώ γιατί “σ’ωραία και τα συναφή.
~~~ Θα περιέγραφα την πρώτη βραδιά του Δημήτρη στο κάμπινγκ τώρα, αν δεν ήταν τόσο αφόρητα κοινότοπη και πληκτική. Κιθάρα, αλκοόλ και κάμποσοι ετερόκλητοι χαρακτήρες μαζεμένοι δίπλα απ’τη θάλασσα, χάρτινο το φεγγαράκι, κουνούπια – δολοφόνοι και ο μπάμπης ο φλου κάμποσους κέδρους πιο πέρα ν’αγναντεύει με θολό βλέμμα. Ο φίλος μου πάντως δείχνει να το διασκεδάζει και αυτή είναι η τελευταία μου σκέψη πριν κοιμηθώ στη δροσερή άμμο.

~~~ Εκείνο το βράδυ είχα ένα όνειρο.
Ήμουν ο μινώταυρος μέσα στο λαβύρινθο, ο οποίος δεν ήταν άλλος παρά ο χώρος του κάμπινγκ. Τριγυρνούσα ανάμεσα στις σκηνές κι έψαχνα με μεγάλη αγωνία κάτι, αδιόρατο μεν, αλλά με βεβαιότητα ότι θα το αναγνώριζα μόλις το συναντούσα δε. Στον ύπνο μου, άκουγα ένα τραγούδι του χέντριξ ελαφρώς παραλλαγμένο: το purple maze. Ίσως λόγω της μουσικής της παρέας, δεν ξέρω. Κάθε λίγα μου βήματα, ο καιρός κι ο χρόνος άλλαζαν. Την μια γινόταν ντάλα μεσημέρι και φυσούσε δυνατά” την άλλη ήταν βράδυ, έκανε δροσιά και δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά τίποτα – και αυτό το πράγμα εναλλασόταν διαρκώς επετείνοντάς μου το άγχος γι’αυτό που έψαχνα κι όλο σκεφτόμουν μήπως αυτό τελικά ήταν κάποια φωνή, ή κάποιο αντικείμενο, ή ίσως ένα βλέμμα, αλλά δε θα μάθαινα μέχρι να πέσω πάνω του και συνεχώς σκεφτόμουν ότι αρκετά περιπλανήθηκα και μ’ενοχλούσαν οι οπλές μου και ίσως θα έπρεπε να επιστρέψω πίσω, πίσω πού όμως;
Στις πολιτικές πλεκτάνες του μινωικού πολιτισμού; Στη σκηνή μου; Στη θάλασσα; Στο σημείο απ’όπου άρχισαν όλα; Κι αν ναι, ποιά ήταν αυτά;
~~~ Όχι, έπρεπε να συνεχίσω, θα συντονίσω το βήμα μου με την κιθάρα του χέντριξ, γκα – γκα – γκαααααά, γκα – γκα – γκαααααά, έτσι, και δίχως τον υπηρέτη μου από πίσω να χτυπάει τις καρύδες, και δε θα φοβηθώ όταν συναντήσω τη σφίγγα, την απάντηση στο αίνιγμά της την ξέρω, ή τουλάχιστον προσποιούμαι αρκετά καλά ότι την ξέρω, όμως το εύρημά μου αργεί να φανερωθεί και τώρα μέσα στο όνειρό μου νοιώθω ότι ονειρεύομαι και είναι στο χέρι μου να τα κάνω όλα αυτά να σταματήσουν, την εναλλαγή του καιρού, τη σφίγγα, το εύρημα, είναι στο χέρι μου, το ξέρω.
~~~ Ξυπνώ λόγω της ζέστης και της φασαρίας που κάνουν δυο πιτσιρίκια πιο πέρα, τα οποία παίζουν με κάτι άδεια κουτάκια μπύρας. Στο χέρι μου, βρίσκω ένα σημείωμα.

~~~ Έγραφε, παράτα την ιστορία, άφησέ την ημιτελή.
Έτσι, τα μάζεψα κι εγώ κι επέστρεψα στην Αθήνα.


3 απαντήσεις στο “Ημιτελές μανιφέστο για τα δικαιώματα του περονόσπορου”

  1. paperflowers

    Χαίρομαι τους ανθρώπους που γράφουν αλλά δεν νιώθουν εξαρτημένοι από τους ήρωες των ιστοριών τους. Καλά έκανες και υπάκουσες στο σημείωμα…

  2. paperflowers

    Χαίρομαι τους ανθρώπους που γράφουν αλλά δεν είναι εξαρτημένοι από τους ήρωες που δημιουργούν. Καλά έκανες και ακολούθησες την οδηγία του σημειώματος…

  3. paperflowers

    για το διπλό σχόλιο… νόμιζα ότι η πρώτη φορά ήταν άκυρη…