Η αιώνια επιστροφή
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |Μεγαλόσχημα νιτσεϊκά

Γνώρισα εξαιρετικούς ανθρώπους, προσηνείς και καλοσυνάτους – ανάμεσά τους και μια κοπέλλα που τυφλωμένη στο κυνήγι του «μεγάλου της στοιχήματος» θα περνούσε το έπαθλο από δίπλα της και δε θα έπαιρνε μυρωδιά: Σκάσε Μερσώ, σκάσε, αν δεν μπορείς να της το αντικαταστήσεις με κάτι καλύτερο τότε σώπασε.
Ίσως αν μου συνέβαινε κι εμένα η ακόλουθη ιστορία, να πίστευα κι εγώ στο μεταφυσικό.

Ήταν λοιπόν περίπου τεσσάρων και ταξίδευε μαζί με την μητέρα της και τη θεία της προς τη ….
Στο ενδιάμεσο, στο λιμάνι της …, ξεφεύγει από την προσοχή τους και κατεβαίνει από το πλοίο. Το καταλαβαίνουν οι συνοδοί της, κι αρχίζουν να τη ψάχνουν, χάνοντας το καράβι που φυσικά δε θα τις περίμενε.
Μετά από κάμποση ώρα, τη βρίσκουν έξω από μια εκκλησία να συζητά μ’έναν παπά και βλέποντάς τις να τους λέει «εγώ εδώ θα μείνω!»
Το ίδιο κοριτσάκι μετά από είκοσι και βάλε χρόνια αποφασίζει να σπαταλήσει μια αποζημίωση την οποία ένοιωθε ότι δεν της ανήκε εξ’αιτίας ενός ατυχούς συμβάντος του οποίου όμως την έβγαλε καθαρή.
Κατεβαίνει στον πειραιά, μπαίνει στην τύχη σ’ένα πλοίο κι από λιμάνι σε λιμάνι καταλήγει το νησί που το είχε σκάσει όταν ήταν μικρή.
Το κριτήριο ήταν απλό: Εκείνη την ώρα έδυε ο ήλιος και η εικόνα που είχε μπροστά στα μάτια της, θα μπορούσε να περιγραφεί ως τουλάχιστον μαγική. Δεν το πολυσκέφτηκε.
Όταν λοιπόν αγόρασε ένα σπίτι εκεί, με την προοπτική να μείνει και να έχει στα πόδια της το αιγαίο, το μαθαίνει η θεία της και της διηγείται την ιστορία που τους συνέβει τότε.
Έκτοτε, η κοπέλλα της ιστορίας μας σταμάτησε να πιστεύει στις συμπτώσεις αφήνοντας τους μυστικούς, συμπαντικούς δεσμούς να υπαγορεύουν τα θέλω της.

Η άδεια τελειώνει, επιστρέφω αθήνα.
Για λόγους που δεν είναι ανάγκη να εξαντληθούν εδώ, η παραπάνω ιστορία με κινητοποίησε να μηδενίσω τα μόντουλα που είχα αφήσει πίσω, καθώς ορισμένα πράγματα όταν παραμένουν στη σφαίρα του αφηρημένου και του μη κοινοποιημένου εκδημούν.
Δε σας κρύβω ότι υπήρχε και η ιδιοτέλεια της ανταπόκρισης, δίχως όμως να φανταζόμουν το περίγραμμα της μορφής που θα είχε η απάντηση.
Περίμενα -και περιμένω- Κάτι. Δεν ξέρω τι, Κάτι.
Ίσως το ίδιο πράγμα που έψαχνε και η αδελφή της πρωταγωνίστριας του «Λεπτομέρειες για το τέλος του κόσμου» στο ντουλάπι. Ίσως όχι.
Ή ξέρω αλλά δεν μου ομολογώ. Ή, στην πραγματικότητα, δεν ξέρω τι μου γίνεται.
Και με παρατηρούσα: δυσκολεύομαι να προσαρμοστώ στους γνώριμους ρυθμούς, στη δουλειά είμαι σα χαμένο, στο σπίτι αγκαλιάζω τον ανεμιστήρα και όμως ιδρώνω, οι αισθήσεις μου παραπαίουν, τα συναισθήματά μου εναλλάσονται φρενιτωδώς σκουπίζοντας κάθε λίγο και την μύτη τους, ασφυκτιώ όχι «σα συννεφάκι τόσο δα μικρό» αλλά ως διακοπόπληκτος που διέκοψε ό,τι δε φανταζόταν πως θα μπορούσε ποτέ.

Σήμερα, βλέπω ένα μήνυμα στο κινητό μου: «ΟΚ Η ΜΑΓΝΗΤΙΚΗ».
Που σημαίνει ότι ανεξάρτητα από τα μικρά ή μεγάλα πάθη που βιώνουμε, ορισμένα πράγματα είναι πιο σημαντικά από άλλα, αν τα δεις με το πρίσμα του ότι στην πραγματικότητα είμαστε όλοι και όλες προϊόντα με ημερομηνία λήξεως.
Κατάλαβες λευτεράκη; Τα πράγματα είναι μικρά και η ζωή πολύ μεγάλη.

Και δεν μου καίγεται καρφί αν γίνομαι κοινότοπος. Έξω έχει καύσωνα.

(Όλα τα παραπάνω είναι αφιερωμένα με περίσσεια αγάπης στις Δήμητρα, Μαρίνα και …).

Δεν επιτρέπονται σχόλια.