Έλα πουλί μου να πάμε στην Πέραμο.
γράφει ο Mersault μεσάνυχτα |Oδοιπορικά

Ενδιαφέρον τετραήμερο: Αθήνα – γιάννενα – θεσσαλονίκη – και πάλι αθήνα.
Ταξίδι στο χρόνο δηλαδή, με μουσική υπόκρουση το passenger από τον Iggy.
Ο Φάνης συνεχίζει να παραμιλά στα γιάννενα, όπως κι ο άλλος ο Φάνης ο φίλος μου που παλεύει με διδακτορικά και λοιπές ερινύες. Αυτός ξέμεινε εκεί. Ή τον ξέμεινε μια τσούλα, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Kαταλαβαίνετε.
Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα δηλαδή, εκτός από τα μέρη που πέρασα τη ζωή μου εν εξάρσει, το ματζάτο δηλαδή που το γκρέμισαν και τον τσοκάνη που τον έκαναν πάρκινγκ. Δηλαδή.
Δεν είχα τ’αρχίδια να περάσω έξω απ’το «περίπου», παρακαλώ αν το έχουν γκρεμίσει κι αυτό μην μου το πείτε. (Ακούς λευτεράκη; τσιμουδιά).
Επίσης δεν πέρασα ούτε έξω απ’το μπαρ που δούλευα, προτίμησα όμως να πάω στο πανεπιστήμιο, τι χαρές κι εκεί, είδα παλιούς μου καθηγητές «κατέστρεψες τη ζωή σου» και τέτοιου είδους αβρότητες, σας ευχαριστώ καλοί μου καθηγητές, ακριβώς γι’αυτό το λόγο πέρασα να σας δω, για να θυμηθώ τους λόγους που σας μούτζωσα.
Η Παρά-Φροσύνη πάντως ήταν στη θέση της. Εκεί ανταμοίφθηκα.

… «ας είναι μια φορά τίποτα να μην πούμε, τον ψίθυρο των άστρων έπιασε η γκλάβα μου, αχ αρμονία και χάος, πάλι στα ίδια γυρνώ» …

Το ταξίδι προς ξεσσαλονίκη ήταν κατάλευκο. Όλα αυτά τα χιόνια – σεντόνια – τρυφερά – για – του – φιδιού – τον – ύπνο μου υπόσχοταν το επόμενό μου χρονικό άλμα. Έστω και μέσω διαδικτυακής παρέας.
Εδώ θα γίνω περισσότερο συγκεκριμένος και σαφής (με διαθέσεις έκθυμου απευθύνεσθαι), λέγοντας «κάτω απ’το φως του διαλυμένου φεγγαριού» ότι το περίμενα αλλά δεν το περίμενα, μιας και υπήρχαν στιγμές που αναρωτιόμουν τι έκανα εκεί ώστε αμέσως μετά να μου απαντήσω πως είμαι εκεί καθώς αυτή ακριβώς είναι η τροχιά των χαμένων, ιδού γιατί μου ανήκει η κέρκυρα – το αίτιο είναι ξεκάθαρο.
Τρίγωνα πανοράματος δεν έφαγα αυτή τη φορά, έφαγα όμως στη μάπα έναν εαυτό καλά κρυμμένο (νόμιζα) τύπου «στείλε μου μήνυμα αν είμαι ζωντανός».
Αμέσως μετά, κοιμήθηκα στον καναπέ λες και δεν το κάνω και σπίτι μου ένα εξάμηνο τώρα, ευτυχώς σε δυο εβδομάδες μπαίνει η Άνοιξη που δυο “βδομάδες είναι μισός μήνας κι αν το καλοσκεφτεί κανείς 6,5 μήνες από μόνοι τους είναι επαρκείς – όλη μου η περιουσία – για να επιστρέψω επιτέλους στο κρεββάτι, είναι ψυχολογικό το τελευταίο βήμα όχι ουσιαστικό (γένους ανυπεράσπιστου).
Ξέφυγα, ας επιστρέψω στη θεσσαλονίκη, έλεγα (έγραφα) λοιπόν ότι τώρα ακούω το summertime από τη Νταντωνάκη, που αυτόματα ο συνειρμός είναι οι 5 κωλοόροφοι που ανεβήκαμε οι τέσσερίς μας μιας και είχε χαλάσει το ασανσέρ και λέω τέσσερις διότι η Άλλη έχει δυο ονόματα, το ένα είναι το «μην τον ρωτάς τον ουρανό» το άλλο είναι «το σύννεφο και το φεγγάρι», είμαστε το σύνολο τέσσερις λοιπόν, τέσσερις, ένα, δύο, τρία, τέσσερα.
Και μετά η τρεχάλα στη τσιμισκή και τέλος η διαδρομή με τα χαστουκόψαρα. Χαστούκια δεν έπεσαν, που μυαλό για τέτοια, το μυαλό μου κόλλησε στο τάημηνγκ και στα βάημπς, οι γνωστές τσίχλες που κολλάμε ορισμένες φορές όταν φυτρώνουμε εκεί που δεν μας σπέρνουν (μην περάσεις μωρό μου).
Ωραία η θεσσαλονίκη, θα ξαναπάω. Νέοι εν δυνάμει έρωτες, φιλίες, μίση και αποτυχίες μου κλείνουν το μάτι, μαλάκας είμαι να μην ξαναπάω; (Λευτεράκη μην απαντήσεις). Με φόρα.
Την Αντίθεση μόνο δεν αντέχω τώρα, «σ’αυτόν τον κρύο τον καιρό μέσα στο σπίτι μοναχός διαβάζω – τραγουδάω», αλλά έχω κέφι Πάντα ρε πούστη μου, Πάντα.

Κι όπως λέει ο Παπάζογλου, «χθες βράδυ δεν κοιμήθηκα κι έκατσα να σου γράψω και μολυβιά (αχ μολυβιά) δεν τράβηξα δίχως ν’αναστενάξω».

Καληνυχτάκια (θέλω πάντα νά’ρθει αυτό το σούρουπο, ξανά ν’ανταμωθούμε).

Δεν επιτρέπονται σχόλια.